κατασφάττω

κατασφάττω
κατασφάττω (Μ)
βλ. κατασφάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασφάζω — (AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω) σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ …   Dictionary of Greek

  • συγκατασφάττω — Μ [κατασφάττω] σφάζω μεμιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”